-
1 ἐπ-αν-ορθόω
ἐπ-αν-ορθόω, wiederherstellen, Etwas in den vorigen besseren Zustand zurückversetzen, τὴν δύναμιν τῆς πόλεως καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορϑώσοντες Thuc. 7, 77; τὸ ἱππικόν Din. 1, 96; τὰ δυςτυχηϑέντα Lys. 2, 70; εἴ τι ἐν τοῖς λόγοις σφαλλόμεϑα, σὺ ὲπανόρϑου Plat. Gorg. 461 d, verbessere es; vgl. Theaet. 146 c; νόμους Legg. VI, 769 e; σφαλλομένους, aufhelfen, unterstützen, Xen. Mem. 2, 4, 6; ὑμᾶς Ar. Lys. 528; καὶ βεβαιοῦν τὰς συνϑήκας, entgeggstzt dem λύειν, Is. 1, 18; πληγαῖς, züchtigen, Liban.; – τοὺς φιλοσοφοῦντας, lehren, Isocr. 1, 3. – Häufig u. nach Th. Mag. besser im med., ἐάν πη σφαλῇ Plat. Rep. II, 361 a u. öfter; προεξαμαρτόντες ἅπαντα ἐπανωρϑώσαντο Isocr. 4, 165; Aesch. 1, 2; τὰς ἀπορίας τοῦ δήμου, der Armuth abhelfen, Plut. Pericl. 11; ἑαυτόν Ael. V. H. 14, 13. – Pass., τὰ πράγματα ἂν ἐπανορϑωϑῆναι οἴομαι Dem. 9, 76, vgl. 6, 5. Der von Ammon., Hdn., Th. Mag. gemachte Unterschied von κατορϑόω u. διορϑόω, daß es ἐπὶ μόνων λόγων gesagt wird, ist falsch; für aufrichten schlechthin brauchen es die guten Att. nicht, vgl. Lob. zu Phryn. p. 250.
-
2 ἐπανορθόω
ἐπ-αν-ορθόω, wiederherstellen, etwas in den vorigen besseren Zustand zurückversetzen; εἴ τι ἐν τοῖς λόγοις σφαλλόμεϑα, σὺ ὲπανόρϑου, verbessere es; σφαλλομένους, aufhelfen, unterstützen; πληγαῖς, züchtigen; τοὺς φιλοσοφοῦντας, lehren; τὰς ἀπορίας τοῦ δήμου, der Armut abhelfen
См. также в других словарях:
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek